Η ταινία αφηγείται την ιστορία του Γιάννη, ο οποίος μετά τη δολοφονία του ξάδελφου του Ηλία, αφήνει τη γυναίκα του και τον 8χρονο γιό του που ζουν στην πόλη και μετακομίζει σε ένα απόκρημνο χωριό, στα Λευκά Όρη της Κρήτης. Παίρνει την απόφαση να συνεχίσει το επάγγελμα του Ηλία, αυτό του παραδοσιακού βοσκού, τιμώντας έτσι τη μνήμη του ξάδελφου του. Ένα επάγγελμα που διατηρείται ζωντανό από ελάχιστους ανθρώπους που βρίσκονται ανάμεσα των χιονισμένων βουνών και της Λιβυκής Θάλασσας.
Ο Γιάννης είναι αξιέπαινος γιατί φαίνεται να παίρνει πολύ δύσκολες και ριψοκίνδυνες αποφάσεις ενάντια στις μικρές πιθανότητες επιτυχίας που του δίνει ο περίγυρος. Η ταινία τελειώνει με τον Γιάννη να χάνεται στο βουνό μέσα στα σύννεφα επειδή “δεν υπάρχει happy-end γιατί προσπαθεί ακόμα να βρει τον δρόμο του. Η ταινία θα μπορουσε να τελειώσει με την οικογένειά του να επιστρέφει στο χωριό αλλά ακόμη και σήμερα, έναν χρόνο μετά την ταινία, δεν έχει απαντηθεί το αν θα τα καταφέρει”. “Με ενδιαφέρουν κυρίως τα στοιχήματα που βάζουν οι άνθρωποι με τον εαυτό τους, εκεί που τον υπερβαίνουν”. “Ο Γιάννης θα μπορούσε να έχει πουλήσει τα πρόβατα και να γυρίσει στην Αθήνα, αλλά διάλεξε ν’ ακολουθήσει το χρέος του παρά τις αντιξοότητες”. “Ένα πράγμα που θέλει να επικοινωνήσει εκ των υστέρων γιατί στην ταινία δεν ήταν πρόθυμος να το πει, είναι ότι μετά το φονικό του Ηλία θα μπορούσε κάλλιστα να ξεκινήσει μια βεντέτα, κι ότι το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε όταν γύρισε στην Κρήτη ήταν η εκδίκηση. Παρόλαυτά ο Γιάννης διαλέγει τη ζωή. Όταν κάναμε την ταινία και του ζήτησα να μου μιλήσει γι’ αυτό, μου είπε ότι σήμερα σκέφτεται έτσι αλλά αύριο δεν ξέρει...
http://www.platpub.com/cretannews/2006/11/news017.htmlhttp://www.patris.gr/articles/132907/74888?PHPSESSID=gfcn0o39jh3ilgsrfvo63ditk4