Μία ελληνίδα στη Μπανγκόκ αφηγείται«Και σήμερα η Μπανγκόκ είναι µια έρηµη πόλη-φάντασµα. Δώδεκα το μεσηµέρι και κανένας πολίτης δεν κυκλοφορεί στους δρόµους - µόνο στρατιώτες και τανκς. Σε διάφορα σηµεία, διάσπαρτοι διαδηλωτές καίνε ό,τι βρίσκουν µπροστά τους. Νωρίτερα έβαλαν φωτιά στο Χρηµατιστήριο και σε ένα µεγάλο εµπορικό κέντρο».
Ζει από απόσταση αναπνοής την έκρυθµη κατάσταση. Το κατάστηµα που διατηρεί, το µοντέρνο ελληνικό εστιατόριο στην κεντρική εµπορική λεωφόρο Silom, βρίσκεται στην καρδιά των συνεχιζόµενων το τελευταίο δίµηνο αιµατηρών επεισοδίων. Ουσιαστικά κατ΄ οίκον αποκλεισµένη τις περισσότερες ώρες της ηµέρας, µία εβδοµάδα τώρα, η 42χρονη επιχειρηµατίας κ. Φωτεινή Λουµπαρδία περιγράφει από πρώτο χέρι στα «ΝΕΑ» τις σκηνές που διαδραµατίζονται στο πεδίο των ταραχών.
«Για µια ακόµα ηµέρα είναι ορατοί οι πυκνοί καπνοί, προερχόµενοι από διαφορετικές περιοχές της πόλης, καθώς νέες βίαιες συγκρούσεις σηµειώνονται κατά διαστήµατα. Και σήµερα οι περισσότεροι δρόµοι είναι κλειστοί µε οδοφράγµατα. Παντού βλέπεις χιλιάδες ένοπλους στρατιώτες, δεκάδες άρµατα, ανά πάσα στιγµή σε ετοιµότητα να επέµβουν όπου χρειαστεί. Στο τέλος της λεωφόρου, σ΄ ένα τεράστιο πάρκο, έχουν βρει καταφύγιο οι εξεγερµένοι διαδηλωτές…», περιέγραφε χθες από Μπανγκόκ.
Μόλις προχθές κατάφερε να ξεµυτίσει. «Αν και ισχύει η απαγόρευση της κυκλοφορίας, οι φαντάροι µε άφησαν να κατέβω προς το μαγαζί µου. Μου το επέτρεψαν, γιατί έπρεπε να συντηρήσω τα τρόφιµα, καθώς είµαστε κλειστά για μέρες. Ευτυχώς, κατορθώσαµε και μείναµε ανοικτά μέχρι και την περασµένη Πέµπτη», λέει.
Τη μέρα εκείνη έζησε τις βιαιότερες στιγµές της ζωής της. «Ήταν η βραδιά που σχεδόν δίπλα µας πυροβολήθηκε ένας ηγέτης των διαδηλωτών (σ.σ.: ο κόκκινος διοικητής Χατίγια Σαουασντιπόλ), ούτε πενήντα µέτρα από µας. Εννοείται, βεβαίως, πως επικράτησε πανικός: ακούγαµε συνεχώς πυροβολισµούς, χειροβοµβίδες να σκάνε στα γύρω κτίρια. Σε δέκα λεπτά, άρον άρον, είχαµε κατεβάσει ρολά όλοι στην περιοχή» λέει.
Σήµερα, ωστόσο, ακούγεται και δηλώνει ψύχραιµη. «Εναν µήνα τώρα ζούµε καθηµερινά µε τον στρατό και την αστυνοµία πολύ κοντά µας. Θα έλεγα, δηλαδή, πως έχουµε συνηθίσει πια σε αυτή την προσωρινά ταραγµένη όψη της πόλης. Είναι δίπλα µας οι στρατιώτες και, όσο να ναι νιώθουµε µια σχετική ασφάλεια. Ελπίζουµε πως σε λίγες ηµέρες τα πράγµατα θα έχουν ηρεµήσει».
• «Τους έµαθα το σουβλάκι!»
Γεννηµένη στη Μαδαγασκάρη, µε καταγωγή από Τρίπολη και Ναύπλιο, η κ. Λουµπαρδία συµπληρώνει αισίως έντεκα χρόνια επαγγελµατικής δραστηριοποίησής της στη µακρινή Ταϊλάνδη και είναι από τους ελάχιστους Έλληνες που κατοικούν µόνιµα εκεί. «Αρχικά δούλεψα για µια επταετία στην ελληνική πρεσβεία, ώσπου απέκτησα µια κόρη, την επτάχρονη σήµερα Εµµανουέλα. Δυο χρόνια τώρα έχω ανοίξει το δικό µου µαγαζί, µε δεκατέσσερα άτοµα προσωπικό: το Souvlaki Greek Grill, το μοναδικό εστιατόριο µε αµιγώς ελληνικό µενού στην Μπανγκόκ. Αυτό ακριβώς ήθελα κι εγώ, να διαδώσω την ελληνική κουζίνα και την κουλτούρα, να μάθουν και στην Ασία πως η λέξη σουβλάκι είναι ελληνική! Προσπάθησα, μάλιστα, να είναι έντονο και στη διακόσμηση το ελληνικό στοιχείο, γι΄ αυτό κι έφερα από την Ελλάδα πίνακες και βάζα. Τακτικά έρχεται από το Πουκέ κι ένας φίλος µας µε μπουζούκι, ο Βασίλης, που ανεβάζει για τα καλά το κέφι!» λέει η ελληνίδα businesswoman, που απασχολείται και ως έµπορος γυναικείων ρούχων και μαγιό. Η εταιρεία της (http: //www. alphasource.co.th) τα φτιάχνει και τα προωθεί σε ελληνικές και ξένες εταιρείες. «Πέρα από σουβλάκι, σερβίρουμε και µια σειρά από άλλα εκλεκτά πιάτα, μεταξύ άλλων μουσακά, παστίτσιο, σουτζουκάκια σμυρναίικα, ντολμαδάκια και σπανακόπιτα.
Οι Ταϊλανδοί τα δοκίµασαν, τους άρεσαν και τα αποδέχθηκαν! Έµαθαν και τα φτιάχνουν οι ντόπιοι µάγειρες που απασχολώ, αφού πρώτα ήρθε Έλληνας για να τους εκπαιδεύσει. Σήµερα πια, αυτοί φτιάχνουν ακόµα και το γιαούρτι, το τζατζίκι και τις πίτες».
Πηγή: Τα Νέα