Δύο νεαροί δραπετεύουν από τη ζούγκλα της μεγαλούπολης με προορισμό την Ταϊλάνδη, όπου βρίσκουν καταφύγιο στην τροπική βλάστηση και τα άγρια θηρία. Την ησυχία τους διαταράσσει ο ερχομός σύσσωμης της οικογένειας του ενός νέου και τότε αρχίζουν να διαδραματίζονται απίστευτα κωμικές ιστορίες. «Η ωραία Ταϊλάνδη» δύσκολα συνυπάρχει με τη νεοελληνική νοοτροπία που κουβαλάνε οι επισκέπτες, δημιουργώντας κωμικοτραγικές καταστάσεις. Το έργο ισορροπεί μεταξύ ηθογραφίας και ανατρεπτικής φάρσας.
Το βιβλίο έχει ανέβει θεατρικά από το ΚΘΒΕ.
Παραθέτω και μια κριτική
Ο Γιώργος εξαφανίζεται από τις γειτονιές της Αθήνας. Εργάζεται ως δάσκαλος καταδύσεων σε κάποιο νησί της Ταϊλάνδης. Είναι καλοκαίρι του 2000. Τα τσουνάμια δεν έχουν ακόμη ξεσπάσει κι ο τόπος είναι παράδεισος. Ωραία φάση. Να όμως που δεν κρατιέται και τηλεφωνεί στο φίλο του τον Νίκο. Αυτός καταφτάνει για διακοπές στο νησάκι του κολλητού του κουβαλώντας μαζί και τα προβλήματά του.
Οι δυο θεοί δε θα χαρούν για πολύ τον ιδανικό κόσμο τους. Μετ' ουπ' ολίγον καταφτάνουν οι γονείς και η αδερφή του Γιώργου και αμόρε του Νίκου. Αλλά και ο Βρασίδας, ο πιο σπαστικός συμμαθητής τους από το σχολείο, μετά της αγαπητικιάς του. Η ελληνική κόλαση μετακομίζει στον εξωτικό παράδεισο. Τα θηρία τους τρέμουν, τα στοιχειά της φύσης και οι κάτοικοι συμμερίζονται το δράμα του Γιώργου αλλά δεν μπορούν να τα βάλουν με το ελληνικό δαιμόνιο.
Η ωραία Ταϊλάνδη2Το έργο είναι κωμωδία, όχι με την κλασική της μορφή αλλά όπως την εννοεί ο Λένος Χρηστίδης. Ημιϊδανική ανισόβαρη αρχή - περδικλωμένη τελματώδης μέση - τελειωτική χαοτική απογείωση. Βέβαια το κείμενό του είναι πιο αδύνατο και απ' την "Ωραία Φάση" και από τους "Δυο Θεοί". Για να μην κάνω συγκρίσεις με τα βιβλία του, το "Μπορορό" και τα "Χαστουκόψαρα" π.χ. Ουδεμία σχέσις δυστυχώς! Φαίνεται πως η έμπνευσή του διαγράφει φθίνουσα καμπύλη, παρά τα διαρκή ταξίδια που κάνει ψυχή τε και σώματι.
Κατά τα λοιπά, η σκηνοθεσία του Πέρη Μιχαηλίδη στέκεται εσκεμμένα στο πρώτο επίπεδο, αυτό του φραμπαλά και της χρηστιδικής ανερμάτιστης λογοπλοκής. Δεν υπαινίσσεται, δεν υποσκάπτει, βολεύεται στην τεμπελχανοειδή διάθεση του συγγραφέα, στην αφασιακή του αφασία. Εντέλει, αυτή η μινιμαλιστική γραμμή είναι ένα σχόλιο από μόνη της, είναι μια απογυμνωτική και αφοπλιστική σανίδα σωτηρίας. Αν και δεν υπάρχει κάθαρση στο τέλος, τουλάχιστον υπάρχει μια θυσία στους εξοργισμένους θεούς της αγανάκτησης.
Οι ερμηνείες στέκονται αξιοπρεπώς, οι ηθοποιοί συμπλέουν με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, χορεύουν ανέμελα κι αφήνουν τις αξίες να καταρρεύσουν απερίσπαστες. Δεν ξέρω αν θα σας μείνει τίποτε απ' την παράστασή τους, αλλά σίγουρα δε θα περάσετε άσχημα. Ίσως να σταθείτε μετέωροι σαν εμένα που παρακολουθώ το Λένο από τα σπάργανα γραπτά του. Και ίσως σας έρθει στο νου ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος που, όταν νοιώθει αμηχανία, λέει κι από ένα δημοτικό τραγούδι χορεύοντας το μόνος του. Ίσως.
Μάλλον όμως θα ήταν προτιμότερο να διαβάσετε τον "Τυχερό αριθμό του δρος Μπου και άλλες καλοκαιρινές ιστορίες".
Κώστας Γ. Καρδερίνης
Αν το χει δει κάποιος απο τους εκ Βορρά φίλους μας ....