Καλώς ορίσατε,
Επισκέπτης
. Παρακαλούμε
συνδεθείτε
ή
εγγραφείτε
.
1 ώρα
1 μέρα
1 εβδομάδα
1 μήνας
Χωρίς όριο
Σύνδεση με όνομα, κωδικό και διάρκεια σύνδεσης
Αυτό τό topic
Αυτό τό board
Όλο τό forum
Google
Αρχική
Φόρουμ
Βοήθεια
Αναζήτηση
Ημερολόγιο
Επικοινωνία
Σύνδεση
Εγγραφή
thai.gr
»
ΓΕΙΤΟΝΙΚΕΣ ΧΩΡΕΣ
»
ΦΙΛΙΠΠΙΝΕΣ
(Συντονιστές:
Jello Biafra
,
karabε
) »
ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ: Busuanga , Palawan, Banaue
« προηγούμενο
επόμενο »
Εκτύπωση
Αναζήτηση
Σελίδες: [
1
]
Κάτω
Αποστολέας
Θέμα: ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ: Busuanga , Palawan, Banaue (Αναγνώστηκε 4825 φορές)
0 μέλη και 3 επισκέπτες διαβάζουν αυτό το θέμα.
spamangr
Μηνύματα: 48
OS:
Windows XP
Browser:
Firefox 3.5.11
ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ: Busuanga , Palawan, Banaue
«
στις:
Αυγούστου 19, 2010, 14:31:30 μμ »
Part 1
Οι Φιλιππίνες είναι μια πανέμορφη χώρα με χιλιάδες νησιά, υπέροχη φύση, μοναδικές παραλίες, και φανταστικούς ανθρώπους. Την έχω επισκεφθεί δύο φορές, το 2006 και το 2007.
Αρχικά είχα προσπαθήσει να μπω στις Φιλιππίνες με μια ‘βάρκα’ που φεύγει νύχτα μια φορά τη βδομάδα και συνδέει τη Sabah, Borneo, με το Mindanao των Φιλιππινών. Όπως όμως διάβασα και κυρίως όπως με ενημέρωσαν οι κάτοικοι στο Borneo, το Mindanao είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο και εχθρικό προς τους ξένους (είναι μουσουλμανικό σε αντίθεση με τα υπόλοιπα ‘Χριστιανικά’ νησιά), όπου ουσιαστικά θα ρισκάριζα πολύ επικίνδυνα τη ζωή μου εάν το επισκεπτόμουν. Έτσι, όταν μετά από καιρό με ‘έβγαλε ο δρόμος’, έφτασα αεροπορικώς στη Μανίλα όπου από εκεί θα άρχιζα τις εξορμήσεις μου.
Την δεύτερη χρονιά που επισκέφθηκα τη χώρα και για την οποία θα αναφερθώ παρακάτω, ο αρχικός προορισμός ήταν το Palau, στον Ειρηνικό. Είχα βρει μια φθηνή αεροπορική εταιρία (Asiana αν θυμάμαι καλά) και με το που έφτασα στο αεροδρόμιο στην Μανίλα αμέσως πήγα στα γραφεία τους για να πάρω το εισιτήριο. Η υπάλληλος εκεί με ενημέρωσε ότι υπήρχε θέση σε καλή τιμή να φύγω σε λίγες ώρες, αλλά δυστυχώς δεν υπήρχε επιστροφή. Ήταν η τελευταία πτήση προς Palau και η εταιρία διέκοπτε οριστικά τον προορισμό αυτό. Ως εναλλακτική θα μπορούσα να πετάξω με την Continental αλλά θα μου στοίχιζε ο κούκος αηδόνι, καλύτερα να πήγαινα κολυμπώντας. Βγήκα λοιπόν έξω, χτύπησα το κεφάλι μου σε κάποιον τοίχο που βρήκα, και όταν ηρέμισα κάπως, άρχισα να οργανώνω εκ νέου το ταξίδι μου.
Ο πιο εύκολος προορισμός ήταν το Boracai (ήθελα να πάω κάπου με θάλασσα καθώς είχα σκαρφαλώσει πολλά βουνά στην Κίνα πριν) αλλά μόλις είχε περάσει ένας μεγάλος τυφώνας (πρώτη είδηση στα παγκόσμια νέα) και όλα τα αεροπλάνα θα ήταν στο έδαφος μέχρι την επομένη το πρωί.
Έτσι λοιπόν ύστερα από μια άχαρη βραδιά στη Μανίλα την επομένη πήρα την πτήση για το Caticlan, το οποίο βρίσκεται κοντά στο Boracai. Επιβιβάστηκα σε μια βαρκούλα μαζί με πολλούς τουρίστες και ο βαρκάρης έκανε κουπί για να μας πάει απέναντι. Το Boracai είναι ένα υπέροχο νησί με μια μεγάλη παραλία περίπου 6 χιλιόμετρα μήκος όπου υπάρχουν κάθε είδους ξενοδοχεία, restaurants, guesthouses, μπαράκια, μαγαζιά με μπιχλιμπίδια κλπ. Η αμμουδιά είναι λευκή, πολύ φαρδιά και εάν έχεις όρεξη να περπατήσεις, μπορείς να απολαύσεις ένα μαγευτικό απόγευμα βλέποντας το ηλιοβασίλεμα περπατώντας ξυπόλητος στην άμμο. Παρόλο που θεωρείται το πιο τουριστικά ανεπτυγμένο σημείο των Φιλιππινών, ακόμα διατηρεί την μαγεία του και μπορείς να περάσεις υπέροχα.
Έμεινα σε ένα όμορφο guesthouse δίπλα στην παραλία, με αιώρα στο μπαλκόνι μου και με τιμή γύρω στα 450 πέσος (κάπου 7 Ευρώ). Το φαγητό επίσης ήταν υπέροχο και πέτυχα έναν μπουφέ με θαλασσινά ‘all you can eat’ με 2 ευρώ. Όταν παρήγγειλα μια παγωμένη San Miguel και μου έφεραν δύο. ‘Happy hour sir’ μου είπε η ευγενέστατη σερβιτόρα. Ήπια σαν τον ιπποπόταμο, κέρασα και μερικές, και ήρθαμε σε κέφι.
Οι επόμενες μέρες ήταν γεμάτες ξεκούραση, μπάνιο, ύπνο, μασάζ και θαλασσινά. Επίσης νοίκιασα ένα τοπικό ΄καταμαράν ιστιοπλοϊκό’, από τα πολλά που υπάρχουν στην παραλία. Το πλήρωμα αποτελούνταν από τρεις μανιακούς πιτσιρικάδες που έτρεχαν του σκοτωμού. Βρισκόμουν γαντζωμένος τέρμα άκρη στο πλαινό ‘φτερό’ και πραγματικά ένιωθα να πετάω. Είχε αρκετό αέρα και τρέχαμε με πολλά μίλια την ώρα, το σκάφος πήγαινε οριακά στην maximum ταχύτητα και πολλές φορές με σήκωνε 2-3 μέτρα ψηλά με κίνδυνο να ντελαπάρουμε. Απίστευτη εμπειρία και μοναδική αίσθηση ελευθερίας. Τα νερά ήταν καταπράσινα και το όλο τοπίο πραγματικά παραδεισένιο. Μετά βίας κατάφερα να τραβήξω μερικές φωτογραφίες και βίντεο.
Μια άλλη απασχόληση που είχα είναι να περπατάω σε ολόκληρο το νησί. Ανακάλυψα ότι λίγα μόλις λεπτά με τα πόδια έξω από την τουριστική περιοχή μπορούσες να δεις απλούς ντόπιους την καθημερινή τους ζωή, νεροβούβαλους στα χωράφια, νοικοκυρές να μαγειρεύουν ρύζι, κατοικίδια και παιδιά να τρέχουν πέρα δώθε καθώς και οργιώδη βλάστηση. Περπατούσα με τις ώρες απολαμβάνοντας το περιβάλλον γύρω μου και έφτασα μέχρι την μοναδική Puka Beach με τα μοναδικά όστρακά της. Μια άλλη μέρα περπάτησα κατά μήκος της ακτής αλλά προς την αντίθετη πλευρά. Σε κάποιο σημείο είχε πολύ κοφτερά βράχια και σκίστηκαν τελείως τα παπούτσια μου. Ήμουν πια ξυπόλητος και άρχιζε να προβληματίζομαι για το αν μπορώ να γυρίσω πίσω. Από κάποιο ύψωμα εκεί κοντά με παρατηρούσαν κάποιοι ντόπιοι και άρχισαν να μου φωνάζουν και να κουνάνε τα χέρια τους. Πήγα κοντά αλλά, αυτοί βρίσκονταν σε ένα λοφίσκο και δεν υπήρχε τρόπος να ανέβω. Μου έριξαν ένα σχοινί, με ανέβασαν και στη συνέχεια μου έδωσαν ένα ολοκαίνουργιο ζευγάρι σαγιονάρες. Επέμεινα έντονα και επανειλημμένα να πληρώσω αλλά δεν δέχονταν με τίποτα. Ήταν δώρο, όπως είπαν. Πιάσαμε την κουβέντα και μετά κατάλαβα ότι βρισκόμουν σε κάποιο resort και αυτοί ήταν το προσωπικό για τους κήπους. Η καλοσύνη που μου έδειξαν, θα μου μείνει αξέχαστη.
Αφού λοιπόν πέρασε ένα υπέροχο δεκαήμερο και ξεκουράστηκα, άρχισε πάλι να με τρώει το σαράκι της περιπέτειας. Υπήρχε μια πτήση την εβδομάδα για Busuanga όπου και αγόρασα το εισιτήριο. Τότε ήταν που άρχισαν τα δύσκολα.
Η Busuanga είναι ένα νησί βόρεια του Palawan, πολύ μεγαλύτερο από το Boracai, πιθανών περίπου στο μέγεθος της Ρόδου. Η μεγάλη attraction είναι οι καταδύσεις, τα coral reefs και οι μαγευτικές βραχονησιδες από limestone. Το αεροπλάνο που θα με πήγαινε εκεί ήταν ένα μικροσκοπικό ελικοφόρο, και καθόμουν πίσω από τον πιλότο (φυσικά αεροσυνοδός κλπ δεν υπήρχαν). Η μόνη συνεπιβάτρια ήταν μια Φιλιππινέζα γύρω στα 25 που σταυροκοπιώταν. Πριν λοιπόν απογειωθούμε, και καθώς η μηχανή δούλευε, ένιωσα έντονα τη μυρωδιά βενζίνης. Κοιτάω από το παράθυρο δίπλα μου και είδα μια διαρροή κάτω από το φτερό. Έτρεχε βενζίνη και χυνόταν στο έδαφος με το κιλό. Αμέσως σκέφτηκα να ενημερώσω τον πιλότο αλλά αυτός εκείνη τη στιγμή ξεκίναγε την απογείωση. Σε λίγα λεπτά αφήσαμε το Caticlan πίσω μας και το μόνο που βλέπαμε ήταν δάση με φοινικόδεντρα, παρθένα νησάκια και ατόλες. Το μεγάλο πρόβλημα όμως ήταν ότι ο τυφώνας είχε περάσει από εκεί πριν λίγες μέρες και υπήρχαν μεγάλες αναταράξεις. Να πω την αλήθεια τότε κατάλαβα γιατί υπάρχουν οι ζώνες στα καθίσματα (τότε και επίσης όταν κατέβαινα από το Tibetan Plateau). Κάναμε ανελέητες ελεύθερες πτώσεις, το στομάχι μου είχα την εντύπωση πως βρισκόταν στο πίσω κάθισμα και είχα αλλάξει σαράντα χρώματα. Ευτυχώς όμως τελικά τη γλιτώσαμε και προσγειωθήκαμε στην Busuanga.
Το περίεργο με το αεροδρόμιο της Busuanga είναι ότι βρίσκεται στη μέση του πουθενά, κυριολεκτικά. Ευτυχώς υπήρχε ένα jeepney να περιμένει τους ‘επιβάτες’ καθώς και 1-2 γυναίκες που διαφήμιζαν δωμάτια. Ανέβηκα στο jeepney (μαζι με τους ντόπιους που περίμεναν τη νέα άφιξη) και αρχίσαμε τη διαδρομή προς Coron, την πρωτεύουσα του νησιού. Δρόμο πέρναμε, δρόμο αφήναμε (χωματόδρομο για την ακρίβεια) και το μόνο που έβλεπα ήταν ζούγκλα. Όταν πετυχαίναμε τίποτα βουβάλια ή αγελάδες είχα την αίσθηση ότι βρισκόμουν πίσω στον ‘πολιτισμό’.
Με τα πολλά φτάσαμε στην Coron, μια φτωχή Φιλιππινέζικη κωμόπολη, με εκκλησία, σχολείο, δημαρχείο, μπακάλικο. Αυτά…καθώς και κανα δυο guesthouses για τους λίγους περιστασιακούς επισκέπτες. Το guesthouse που έμενα ήταν πάνω σε υποστηλώματα πάνω από τη θάλασσα και η θέα ήταν υπέροχη. Το μόνο αρνητικό και παράδοξο είναι ότι δεν υπήρχε κοντά παραλία για μπάνιο, μικρό όμως το κακό καθώς όλη την ημέρα θα ήμουν εν πλω να εξερευνώ τα νησάκια και τους βυθούς.
Ρώτησα λοιπόν για το πόσο κοστίζει η ημέρα για να ξεκινήσω την περιήγηση με καταμαράν (άλλωστε γι’αυτό πήγα) αλλά η τιμή πονούσε λίγο. Η εναλλακτική ήταν να περιμένω μπας και βρεθεί κανένας Χριστιανός (και Βουδιστής καλός θα ήταν) να μοιραστούμε το κόστος. Εκείνη τη μέρα δεν βρέθηκε κανείς, αλλά την επόμενη μέρα έσκασαν τα μεγάλα νέα! Ήρθε κι άλλος επισκέπτης στο νησί! Άντε μπας και δούμε λίγο φως, σκέφτηκα, και μετά από λίγο αποκαλύφθηκε η ταυτότητα του νέου επισκέπτη. Ένας Γιαπωνέζος παππούς 800 χρονών, ο οποίος δε μίλαγε γρι Αγγλικά αλλά είχε έρθει με τη Φιλιππινέζα που τον φρόντιζε. Ο παππούς όμως ήταν πολύ τσαμπουκάς και παλικάρι, και δεν έβαζε γλώσσα μέσα του. Επέμενε κάθε βράδυ να με μεθάει και να πληρώνει τις μπύρες. Φυσικά δεν τον ένοιαζε που δεν καταλάβαινα, αυτός μίλαγε συνεχόμενα στα Γιαπωνέζικα φωνάζοντας και χειρονομώντας, ενώ εγώ έπινα San Miguel (μπας και είχα τίποτε άλλο να κάνω?), συνεννόηση μπουζούκι…
Η ουσία είναι ότι μοιραστήκαμε το κόστος στα τρία και την επομένη ξεκινήσαμε με το καταμαραν την περιήγηση για 2 μέρες. Η μέρες αυτές ήταν πραγματικά ονειρικές. Επισκεφθήκαμε μοναδικά σημεία για snorkeling όπου τα χρώματα, τα κοράλλια και ο θαλάσσιος πλούτος ήταν μοναδικά. Τα limestone cliffs ορθόνωνταν κάθετα και στην κορυφή τους υπήρχαν πουλιά, σχημάτιζαν fjords σαν αυτά της Νορβηγίας και σε πολλά σημεία υπήρχε εξωτερικό reef barrier και περιμέναμε την παλίρροια για να ανέβει λίγο η στάθμη του νερού για να περάσουμε.
Μια από τις ομορφότερες στιγμές είναι όταν ο οδηγός μας μου έδειξε μια τρύπα στον πέτρινο ‘τοίχο’ που είχαμε μπροστά μας καθώς είμαστε πάνω στη θάλασσα και μου είπε να περάσω από μέσα. Βούτηξα αμέσως και μόλις πέρασα απέναντι είδα τον απόλυτο παράδεισο! Ένα φιόρδ ή ποτάμι ή στενόμακρη λίμνη (δεν ξέρω πώς να το πω) όπου το μισό μέτρο νερού στην επιφάνεια ήταν γλυκό και μπορούσες να το πιείς, ενώ το νερό βαθύτερα ήταν θαλασσινό. Στο πάτο υπήρχαν αμέτρητα κοράλλια και ψάρια και περιμετρικά υπήρχαν κάθετα limestone cliffs πάνω από 200-300 μέτρα ψηλά. Ξεκίνησα να κολυμπάω στο ‘φιδίσιο’ αυτό θαύμα της φύσης και να ανακαλύπτω μετά από κάθε γωνία έναν νέο παράδεισο. Ύστερα από αρκετό κολύμπι έφτασα στο τέρμα, όπου υπήρχε μια μικροσκοπική χόρτινη καλύβα με μια γυναίκα μέσα να κοιμάται. Ο σύζυγος ήταν όρθιος και με κοιτούσε κρατώντας έναν μπάφο σα τρομπόνι. Φορούσε μονάχα ένα παλιό πανί ανάμεσα από τα πόδια του, είχε δέσει μερικές μπετονιές γύρω να πιάσει κανα ψάρι και ήταν αραχτός στην σχεδόν απόλυτη απομόνωσή του (δυο τρόποι υπάρχουν να τον βρεις: ή να πέσεις με αλεξίπτωτο, ή να κολυμπήσεις). Με κοιτούσε προσπαθώντας να καταλάβει εάν υπήρχα εκεί ή εάν με φανταζόταν.
Καθώς επέστρεφα έχασα εντελώς την αίσθηση του χρόνου, κολυμπούσα ανάσκελα και έβλεπα τα ψηλά limestones και τα πουλιά να πετάνε, κολυμπούσα μπρούμητα και έβλεπα το βυθό με τη μάσκα, κολυμπούσα ευθεία και έβλεπα το φαράγγι που βρισκόμουν. Όταν ήμουν σχεδόν στην έξοδο, είδα τον παππού να φοράει ένα σωσίβιο στην πλάτη και να είναι ακίνητος σα πεθαμένος. ‘Πλάκα θα έχει να μας άφησε γεια ο Χαρίλαος’ σκέφτηκα, πήγα κοντά του και τον κούνησα και μετά γύρισε. Απλά κοιτούσε κι αυτός πάνω τη θέα. Μου έκοψε τη χολή…
Μια άλλη όμορφη τοποθεσία ήταν στην Baracuda Lake. Το σκάφος άραξε σε έναν πολύ στενό κόλπο όπου ο βυθός ήταν γεμάτος κοράλια και τα νερά καταπράσινα, μπροστά υπήρχαν κάθετα limestone cliffs, αλλά πάνω σε υποστηλώματα υπήρχε μια καλύβα καθώς και μέρος να δέσουμε και να περπατήσουμε στο μονοπάτι που ξεκινούσε εκεί. Υπήρχε σχετική ανηφόρα αλλά σίγουρα ανταμοίφτηκα καθώς στο κέντρο του νησιού υπήρχε μια πανέμορφη λίμνη με γλυκό νερό ανάμεσα στους λόφους.
Το όλο διήμερο ήταν μαγικό. Όταν πλησίαζε μεσημέρι αράζαμε σε κάποιο ακατοίκητο νησί, οι Φιλιππινέζοι σκαρφάλωναν στους κοκοφοίνικες και έκοβαν καρύδες να πιούμε, ψήναμε φρέσκα ψάρια που μόλις είχαν πιάσει και αράζαμε για έναν σύντομο ύπνο. Σε κάποια φάση είδαμε κάποια μεγάλα ψάρια και ο Γιαπωνέζος σηκώθηκε όρθιος και φώναζε. Η φίλη/νοσοκόμα του μου είπε πως στα νιάτα του ήταν φαλαινοθήρας και πιθανών να θυμήθηκε καμιά ιστορία από την Ανταρκτική ή το…βόρειο πόλο.
Κάτι που δεν πρέπει να παραλείψω είναι ότι στη Busuanga απέκτησα έναν καλό φίλο, τον Jerry. Οδηγούσε ένα πανάρχαιο τρίκυκλο και η ταρίφα ήταν 6 πέσος. Όνειρό του ήταν να μαζέψει χρήματα για προκαταβολή, και κατόπιν να πάρει δάνειο από την τράπεζα για να πάρει μια μηχανή 250cc (μια Kawasaki που δεν είχε πάνω από 1000 Ευρώ). Είχε 2 παιδιά και όταν γνωριστήκαμε καλύτερα με κάλεσε στο σπίτι του να φάμε. Το ‘σπίτι’ του φυσικά δεν ήταν ακριβώς σπίτι. Ήταν μια καλύβα πάνω σε υποστηλώματα, με καδρόνια σαν σκελετό και σαν τοίχο και οροφή σανίδια, χόρτα, νάυλον και τσίγγο. Όλη η οικογένεια είχε ένα δωμάτιο όπου έμεναν πάνω από 12 άτομα (ο γαμπρός του με τη γυναίκα του, οι γονείς και όλα τα πιτσιρίκια). Τη ‘διακόσμιση’ θα την ζήλευαν ακόμα και οι αρχαίοι Σπαρτιάτες καθώς πάνω κάτω δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα πέρα από μια πλαστική καρέκλα που καθόμουν εγώ σαν τον επίτιμο πρόεδρο, και ένα μικρό τραπέζι για να μαγειρεύουν. Το φαγητό ήταν ωμό ψάρι μαζί με ρύζι και λαχανικά. Διακριτικά και χωρίς να τον προσβάλλω τον ρώτησα: ‘ρε συ Jerry, ξέρεις το δικό μου το στομάχι είναι ευαίσθητο και φοβάμαι μη με πιάσει κανα τσερλιό με το ψάρι και αρχίζω να τρέχω. Τι λες? Είναι οκ?’ . Αυτός γέλασε και μου είπε να μη φοβάμαι, το ψάρι αυτό είναι καθαρό και πως έτσι τρώγεται. Το έφαγα λοιπόν και όλα πήγαν μια χαρά. Για να πω την αλήθεια πέρασα πολύ καλύτερα από πολλά business meetings που είχα σε ακριβά εστιατόρια και ξενοδοχεία.
Την επόμενη το βράδυ είχαμε έξοδο η ‘αντροπαρέα’ μαζι με τα παιδιά. Ανεβήκαμε όλοι στο τρίκυκλο και κρατώντας ο ένας τον άλλο, αγκιστρωμένοι μη πέσουμε όλοι μαζί κάτω, πήγαμε στις τοπικές θερμές πηγές. Στην είσοδο υπήρχε ένα κιόσκι και όταν πήρα από μια κοκα κόλα στα πιτσιρίκια η χαρά τους δεν περιγραφόταν. Ρώτησα τον Jerry τι θέλει και απάντησε μια μπύρα αλλά θα την ζητήσει αυτός. Η μπύρα αυτή ήταν σε συσκευασία…νταμιτζάνας, με το μάτι τουλάχιστον ενάμιση λύτρο. Που την ξετρύπωσε…Έτσι λοιπόν, μέσα στις θερμές πηγές και με θόλο έναν ουρανό γεμάτο λαμπερά αστέρια πέρασε άλλη μια αξέχαστη βραδιά. Το κύριο θέμα της συζήτησης ήταν να λύσω την απορία τους για το πώς οι λευκοί ενώ είναι πλούσιοι και χορτάτοι είναι δυστυχισμένοι και με κατάθλιψη, ενώ αυτοί ενώ είναι φτωχοί είναι χαρούμενοι και ικανοποιημένοι.
συνεχίζεται
«
Τελευταία τροποποίηση: Αυγούστου 19, 2010, 14:50:51 μμ από spamangr
»
juliep
Μηνύματα: 39
Φύλο:
OS:
Windows 7
Browser:
MS Internet Explorer 8.0
Απ: ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ: Busuanga , Palawan, Banaue
«
Απάντηση #1 στις:
Αυγούστου 19, 2010, 15:06:33 μμ »
με ταξιδεψες,υπεροχο!!
spamangr
Μηνύματα: 48
OS:
Windows XP
Browser:
Firefox 3.5.11
Απ: ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ: Busuanga , Palawan, Banaue
«
Απάντηση #2 στις:
Αυγούστου 19, 2010, 15:34:16 μμ »
Part 2
Μέχρι στιγμής λοιπόν όλα καλά, αλλά η όρεξη για περιπέτεια δεν με άφηνε έτσι εύκολα. Έτσι λοιπόν αποφάσισα για ένα μεγαλύτερο εγχείρημα: να γυρίσω όλο το νησί με μηχανάκι. Είχα έναν μικρό χάρτη και με βάση όπως το σκεφτόμουν, εάν ήμουν γρήγορος θα μπορούσα να γυρίσω τον κύκλο του νησιού σε μια μέρα, από τα χαράματα, μέχρι τη δύση. Όντως λοιπόν βρήκα ένα μηχανάκι, το νοίκιασα και ξεκίνησα το ξημέρωμα. Ήταν ένα ‘παπί’ 125 cc το οποίο κατά κάποιο τρόπο έμοιαζε με cross.
Καθώς έβγαινα από την Coron, έβλεπα το χωριό να ξυπνάει και να προετοιμάζεται για την ημέρα που ερχόταν. Σε αυτά τα μέρη οι περισσότεροι ξυπνάνε πριν την ανατολή του ήλιου. Σύντομα, μόλις μετά από λίγα χιλιόμετρα η άσφαλτος τελείωσε και ξεκίναγε ο χωματόδρομος. Η οδήγηση ήταν υπέροχη καθώς υπήρχε η πρωινή δροσιά και το μέρος ήταν παραδεισένιο. Δάσος, οργιώδης βλάστηση, ησυχία, απομόνωση, και μια μεγάλη έκπληξη μετά από κάθε στροφή. Η ώρα περνούσε γρήγορα, καθώς άφηνα πίσω μου το ένα χιλιόμετρο πίσω από το άλλο, αποφεύγοντας λακκούβες, κάνοντας σούζες, θαυμάζοντας ανέμελος τη διαδρομή.
Η ανεμελιά όμως σταμάτησε όταν κοίταξα το κοντέρ και είδα ότι ο δείκτης της βενζίνης ήταν στη μέση. Προς έκπληξή μου διαπίστωσα ότι το ρεζερβουάρ ήταν μικροσκοπικό και ότι θα έπρεπε να βρω σύντομα βενζίνη. Σαφώς αποκλείεται να υπήρχε βενζινάδικο μπροστά άλλα ευελπιστούσα ότι θα υπήρχε το κλασσικό ‘super market’ που υπάρχει σε παρόμοιες απομονωμένες περιοχές και το οποίο αποτελείται από έναν πιτσιρικά ή μια ηλικιωμένη δίπλα σε μια σανίδα-τραπέζι με μοναδική πραμάτεια μερικά μπουκάλια βενζίνη, κοκα κόλα, γαριδάκια, και κανα δυο άλλα σκονισμένα και ληγμένα προϊόντα.
Επομένως έπρεπε να πάρω μια απόφαση, ή να γυρίσω πίσω όσο ήταν καιρός ή να το ρισκάρω και να συνεχίσω. Φυσικά διάλεξα την δεύτερη επιλογή και σε κάθε χωριό που σταματούσα ρωτούσα για βενζίνη. Τα χωριά αυτά δεν είχαν ρεύμα, αποτελούνταν από χορτοκαλύβες και όπου περνούσα μαζεύονταν παιδιά γύρω μου χαιρετώντας με και προσπαθώντας να παίξουν μαζί μου. Ένα αξιοπερίεργο και παράλληλα ευχάριστο στις Φιλιππίνες είναι ότι οι περισσότεροι μιλάνε Αγγλικά. Έτσι λοιπόν όπου έβρισκα κάποιον ενήλικα τον ρωτούσα για βενζίνη. Για κακή μου τύχη όμως δεν υπήρχε πουθενά. Δρόμο έπερνα, δρόμο άφηνα, προσπερνούσα το ένα χωριό μετά το άλλο αλλά βενζίνη πουθενά. Χτυπούσα πόρτες, ρωτούσα, ξαναρωτουσα αλλά χωρίς αποτέλεσμα, άλλού απλά δεν υπήρχε, αλλού είχε τελειώσει. Να πω την αλήθεια σε όλη τη διαδρομή μου μέχρι στιγμής δεν είχα συναντήσει άλλο μεταφορικό πέρα από 2-3 βοϊδάμαξες, συνεπώς η βενζίνη ήταν είδος ‘πολυτελείας’.
Ο δείκτης της βενζίνης ήταν πια στο κόκκινο και προετοιμαζόμουν ψυχολογικά για το χειρότερο ώσπου έφτασα στο επόμενο ‘super market’ σαν αυτά που ανέφερα. Μια γλυκύτατη γριούλα με ένα δόντι καθόταν στη σκιά και χαμογελούσε. Άραξα το μηχανάκι, έβγαλα το κράνος και τη ρώτησα εάν υπάρχει βενζίνη. Η γιαγιά απάντησε μεταξύ σοβαρού και αστείου: ‘Perhaps I have some, but if I give it to you, do you promise to get married with my grand daughter?’. Φυσικά αυτή δεν ήταν η απάντηση που περίμενα και ήρθα σε αμηχανία. Εν τω μεταξύ ήρθε και η εγγονή της, μια πανέμορφη και χαμογελαστή κοπέλα γύρω στα 20. Τους απάντησα ότι ήμουν παντρεμένος (δεν ήμουν φυσικά) αλλά θα πλήρωνα ότι μου ζητούσαν. Η γιαγιά γέλασε, και είπε ‘no problem, I was just joking’. Στη συνέχεια ζήτησε κάτι από την εγγονή της στην ‘Tagalok’ και η οποία επέστρεψε σε ένα λεπτό με ένα βαρελάκι βενζίνη και ένα κομμάτι λάστιχο. Ρούφηξε τη βενζίνη από το λάστιχο και γέμισε το ντεπόζιτό μου. Τότε σκέφτηκα ότι καλό θα ήταν να πάρω περισσότερη, ήπια όλο το νερό που είχα στο μπουκάλι μου και το γέμισα και αυτό με βενζίνη. Πλήρωσα, τους ευχαρίστησα και έφυγα χαρούμενος.
Λίγα μόλις χιλιόμετρα παρακάτω συνάντησα έναν παππού (θα ήταν δεν θα ήταν 40 κιλα) ο οποίος ήταν μακριά από το χωριό του. Σταμάτησα και του έγνεψα να ανέβει. Συνεχίσαμε μαζί για κανά δεκάλεπτο ώσπου φτάσαμε στην καλύβα που έμενε. Αμέσως βγήκε κόσμος έξω και όλοι μαζί γελούσαν και του φώναζαν. Με ευχαρίστησε και κατέβηκε.
Η ημέρα τελικά εξελισσόταν σε μια υπέροχη μέρα, παρά το πρόβλημα της βενζίνης, μέχρις ότου η μηχανή συμπεριφερόταν περίεργα στο δρόμο. Σταμάτησα ξανά, έριξα μια ματιά και αντίκρισα το σκασμένο πίσω λάστιχο: Κλατάρισμα, λάστιχο, φούιτ, πώς αλλιώς να το πω…Αυτό πια ήταν χοντρό, άντε να δω πως θα την έβγαζα πάλι καθαρή. Ήμουν μόνος, μέσα στη ζούγκλα, με ένα μηχανάκι με σκασμένο λάστιχο. Ξεκίνησα να σπρώχνω και για καλή μου τύχη άκουσα ένα θόρυβο φορτηγού να πλησιάζει. Σε λίγα λεπτά μπροστά μου εμφανίστηκε το ημερήσιο ‘λεωφορείο’ (ένα αυτοσχέδιο παμπάλαιο jeepney. Σταμάτησαν όταν με είδαν και τους εξήγησα το πρόβλημά μου. Με ενημέρωσαν ότι σε 2-3 μόλις χιλιόμετρα ακόμα θα συναντούσα το Salvation τη μεγαλύτερη κωμόπολη μετά την Coron. Εκεί θα ζητούσα τον Fernandez (αν θυμάμαι καλά έτσι τον έλεγαν, μπορεί πάλι να κάνω λάθος) ο οποίος έχει βουλκανιζατέρ.
Άρχισα λοιπόν το σπρώξιμο, και σε συνδυασμό με τη ζέστη, είχα γίνει λούτσα στον ιδρώτα. Με τα πολλά, άρχισα να φτάνω στο Salavation και να ρωτάω για τον Fernandez. Ρωτώντας πας στην πόλη λένε, και τελικά βρήκα το σπίτι / συνεργείο του. Παρκάρισα το μηχανάκι, χτύπησα την πόρτα, η πόρτα άνοιξε και ρωτάω: ‘Are you Mr Fernandez?’ Ο άνθρωπος πάγωσε κυριολεκτικά. Ξαφνικά ήρθε ένας λευκός από το πουθενά, του χτυπάει την πόρτα και τον ψάχνει προσωπικά. Άρχισα να του εξηγώ το περιστατικό και αφού τον καθησύχασα, έφερα το μηχανάκι μέσα για να ξεκινήσουμε. Το βουλκανιζατέρ που είχε λίγο πολύ αποτελούνταν από ένα βαρέλι με νερό, 2 ξύλινους τάκους, 2-3 γαλλικά κλειδιά, και 2 κομμένες σιδερόβεργες οικοδομής.
Βγάλαμε τη ρόδα, με τις βέργες βγήκε και το λάστιχο, φουσκώσαμε τη σαμπρέλα και τη βάλαμε στο βαρέλι με το νερό. O Fernandez τότε με ρώτησε πόσα χιλιόμετρα έσπρωχνα. Του απάντησα πως δεν ξέρω ακριβώς αλλά έσπρωχνα κοντά 2 ώρες.
- ‘Χμμμ, η σαμπρέλα έχει 6 τρύπες και δυστυχώς δεν φτιάχνεται. Θα χρειαστεί να βάλουμε καινούρια’, μου είπε.
- ‘Κανένα πρόβλημα, άντε να τη βάλουμε να τελειώνουμε’ του απαντάω.
- ‘Δεν έχω σαμπρέλα’ μου λέει.
Ξαφνικά το κεφάλι μου έγινε κόκκινο, η πίεσή μου πρέπει να πήγε τουλάχιστον 25. Προσπάθησα να κρατήσω την αυτοκυριαρχία μου γιατί εάν τσαντιστώ, αγχωθώ ή θέλω να κάνω γρήγορα, οι Ασιάτες σε αυτές τις περιοχές δεν έχουν ξαναδεί τέτοια αντίδραση και θα γίνουν τριπλά αργοί.
- ‘Οκ, ξέρεις που μπορώ να βρω σαμπρέλα?’ τον ρωτάω προσπαθώντας να χαμογελάσω σαν ηλίθιος.
- ‘Μου φαίνεται πρέπει να έχει ο ξάδερφός μου στο μαγαζί του αλλά είναι λίγο μακριά, κι εγώ δεν μπορώ να αφήσω το μαγαζί εδώ’ (λες και είχε τίποτα να του κλέψουν).
- ‘Κανένα πρόβλημα, απλά πες μου πού είναι, πώς να τον βρώ και θα πάω εγώ. Α! Σε πειράζει να δανειστώ το ποδήλατό σου? Δεν υπάρχει φόβος, έτσι κι αλλιώς εσύ έχεις το μηχανάκι μου’
- ‘Φυσικά, θα σε περιμένω’.
Πήρα λοιπόν το ποδήλατο του Fernandez και κάνοντας πετάλι έφτασα στο μαγαζί του ξαδέρφου του. Ευτυχώς είχε σαμπρέλα (πάλι καλά που οι σαμπρέλες δε λήγουν σαν τα τρόφιμα γιατί αυτή θα ήταν…απολιθωμένη τώρα), την αγόρασα μετά το σχετικό παζάρι και επέστρεψα. Σύντομα το μηχανάκι ήταν σα καινούργιο και άρχισα να βλέπω πάλι τα πράγματα θετικά. Και μιας και ήμουν στο ‘μεγάλο χωριό και μετά απ’όσα πέρασα αποφάσισα να κάνω δώρο στον εαυτό μου ένα αναψυκτικό. Βρήκα το ‘super market’ του χωριού το οποίο ήταν ‘υπεραγωρά’ 5 τετραγωνικών και το οποίο διέθετε ψυγείο. Ζήτησα μια μεγάλη κοκα κόλα (αυτές του λίτρου που είχαμε παλιά), η κοπέλα άνοιξε το ψυγείο και τότε κατάλαβα ότι το ψυγείο εξυπηρετούσε χρέη…ντουλάπας. Χωρίς ρεύμα πώς να δουλέψει… Η κοπέλα πήρε το μπουκάλι, το άδειασε σε μια πλαστική σακούλα, έβαλε μέσα ένα καλαμάκι και μου την έδωσε να πιω προσέχοντας να μη χυθεί. Το γυάλινο μπουκάλι προφανώς αποτελούσε μεγάλο πλούτο για το χωριό και δεν ήταν για δόσιμο. Ήπια, έφαγα ένα πιάτο ρύζι με λαχανικά και κοτόπουλο, ξαπώστασα και βγήκα πάλι στο δρόμο.
Ανανεωμένος και τραγουδώντας συνέχισα το δρόμο μου μέχρι που πλέον δεν μπορούσα να δω καλά. Βγάζω τα γυαλιά, κοιτάω την ώρα στο κινητό, και διαπιστώνω ότι θα πέσει νύχτα σε μισή ώρα το πολύ. Με όλες τις καθυστερήσεις που είχα, έμεινα πολύ πίσω στο πρόγραμμά μου, και είχα καλύψει μόνο τη μισή σχεδόν διαδρομή. Το να γυρίσω πίσω ή να συνεχίσω μέχρι την Coron μέσα στα σκοτάδια, δεν αποτελούσε εκδοχή. Έπρεπε να βρω μέρος να περάσω τη νύχτα και μάλιστα σύντομα. Έφτασα λοιπόν στο επόμενο χωριό, και προσπαθούσα να δω που θα ήμουν πιο ασφαλής. Βρήκα μια πιο μεγάλη καλύβα όπου ζούσε μια οικογένεια με ένα τσούρμο πιτσιρίκια και τους παππούδες. Πλησίασα, χαιρέτησα, μίλησα με το ‘αφεντικό’ του σπιτιού και του εξήγησα πως χρειαζόμουν ένα μέρος να περάσω τη νύχτα. Τον παρακάλεσα να περάσω, ο άνθρωπος δέχτηκε και έκατσα χάμω μαζί με όλους τους υπόλοιπους να κοιμηθώ. Δεν πολυκοιμήθηκα όλη νύχτα, είχα το νου μου (χωρίς λόγο όπως αποδείχτηκε) αλλά το σημαντικό είναι ότι η νύχτα πέρασε.
Το πρωί κοίταξα στην τσάντα μου και βρήκα ότι γλυκά είχα μαζί μου, τα έδωσα στα παιδιά, και επίσης 150 πέσος στον οικοδεσπότη μου ο οποίος με φιλοξένησε. Τους χαιρέτησα και έφυγα με ανανωμένη την όρεξή μου, καθώς ήταν μέρα και εάν όλα πήγαιναν καλά το βράδυ θα ήμουν στην Coron, πίσω στο guesthouse. H ημέρα όντως αποδείχτηκε υπέροχη, συναντώντας άγρια φύση, χωριά, παραλίες κλπ, εκτός από ένα άλλο απρόοπτο. Ανέβαινα σε μια ανηφόρα με το μηχανάκι, και καθώς έφτασα τέρμα πάνω, αντίκρυσα μπροστά μου μια μαγευτική θέα. Εκστασιασμένος, δεν κοίταξα μπροστά στο δρόμο μέχρι που άκουσα το ‘σπλατς!’ και το μηχανάκι κόλλησε. Η αιτία? Πάνω στο δρόμο επήρχε ένας μεγάλος σωρός από σκατά βούβαλου και έπεσα επάνω. Το ‘splats’ με είχε ψεκάσει ολόκληρο από το στήθος και κάτω ήμουν μέσα στο σκατό. ‘Bullshit!’, κυριολεκτικά. Ο δράστης του εγκλήματος ήταν μερικά μέτρα πιο πέρα, ένας γκρι νεροβούβαλος, που μασούσε αμέριμνος και αδιάφορος…
Νωρίς το απόγευμα επέστρεψα πίσω στην Coron, όπου το προσωπικό του guesthouse είχε ανησυχήσει. Πήραν τα ρούχα και τα παπούτσια μου και αντί να τα κάψουν, έκατσαν και τα καθάρισαν. Έκανα ένα μπάνιο, έγινα άνθρωπος και όταν κατέβηκα κάτω στο εστιατόρια μπροστά από τη reception ενημερώθηκα για το ότι υπήρχε φρέσκος αστακός σε προσφορά. Ο Γιαπωνέζος είχε φύγει, ήμουν μόνος μου, και τι καλύτερος τρόπος να περάσω την ώρα μου από το να φάω έναν αστακό. 2 ώρες θέλω να τον ξεκοκαλίσω σιγά σιγά.
Έχοντας δει πια ότι είχα να δω στη περιπετειώδη Busuanga, είχε έρθει η ώρα να φύγω την επομένη για El Nido. Ο φίλος μου ο Jerry με πήγε στο αεροδρόμιο αυτοπροσώπως, μαζί με τη γυναίκα του. Όταν άνοιξα τα μπαγκάζια μου για τον έλεγχο, είδα ότι είχα μαζί ακόμη ηλιόσπορους από την Κίνα μαζί με άλλα ψιλοπράγματα. Τα έδωσα όλα στον Jerry, αγκαλιαστήκαμε και ανέβηκα στο αεροπλάνο ‘μύγα’ που θα με μετέφερε στο El Nido, Palawan. Εκεί θα είχα κι άλλες περιπέτειες…
συνεχίζεται
go2dbeach
Μηνύματα: 169
Φύλο:
OS:
Windows XP
Browser:
Firefox 3.5.11
Απ: ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ: Busuanga , Palawan, Banaue
«
Απάντηση #3 στις:
Αυγούστου 19, 2010, 17:06:46 μμ »
Δε χορταινω να διαβαζω!
Αυτο το δρομολογιο ηθελα να κανω κι εγω οταν πηγα Φιλιππινες , αλλα αποφασισα να δω τα νησια Βισαγιας και την επομενη φορα το Παλαουαν. Ελπιζω οτι θα παραμεινει "το τελευταιο οχυρο" για αρκετο καιρο ακομα και να προλαβω να δω τις υπεροχες εικονες που περιγραφεις.
Ευχαριστω και ανυπομονω για τη συνεχεια
spamangr
Μηνύματα: 48
OS:
Windows XP
Browser:
Firefox 3.5.11
Απ: ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ: Busuanga , Palawan, Banaue
«
Απάντηση #4 στις:
Αυγούστου 23, 2010, 14:52:40 μμ »
Part 3
Η θέα από την πτήση ήταν πραγματικά μαγευτική, εάν και σύντομη. Αυτό που όμως που μου αποτυπώθηκε στο νου λες και έγινε πριν λίγα μόλις λεπτά, ήταν η προσγείωση. Ο πιλότος με έκανε να πιστεύω στο ενδεχόμενο να υπάρχει όντως μετενσάρκωση. Στην προηγούμενη ζωή του πρέπει να ήταν γιαπωνέζος καμικάζι, δεν εξηγείται αλλιώς. Ενόσω βρισκόμασταν πάνω από το μικροσκοπικό αεροδρόμιο του El Nido, και σε αρκετά μεγάλο ύψος, έγειρε το αεροπλάνο μπροστά σε απίστευτη κλίση και κάναμε ελεύθερη πτώση προς το έδαφος. ‘Αυτό ήταν’ σκέφτηκα και δεν προλαβαίνω και να στείλω ένα μήνυμα στους δικούς μου να ξέρουν από πού να με μαζέψουν… Η ταχύτητα της πτώσης ήταν πολύ μεγάλη και από το τζάμι του πιλότου μπροστά μου έβλεπα το έδαφος να μας περιμένει με ανοιχτό το…στόμα. Δευτερόλεπτα πριν το μπαμ, ίσιωσε απότομα το αεροσκάφος, προσεδαφιστήκαμε και χτυπιώμασταν σα φραπέδες καθώς φρενάριζε στον χωμάτινο αεροδιάδρομο. Αφού σταματήσαμε, μου είπε γελώντας πως υπήρχε ακραίο τοπικό καιρικό φαινόμενο, και ήταν μια από τις σπάνιες περιπτώσεις που έπρεπε να προσεδαφιστούμε αντίθετα απ΄ότι έπρεπε.
Μόλις βγήκα έξω, ήρθε ένας υπάλληλος του αεροδρομίου και άνοιξε το πορτάκι στη μύτη του μικροσκοπικού αεροπλάνου, το οποίο ήταν το πορτ παγκάζ όπου φυλασσόταν η τσάντα μου. Πήγα να την βγάλω και μου είπε πως θα έρθουν να την πάρουν. Όντως, σε λιγότερο από ένα λεπτό ήρθε μια βοιδάμαξα και την φόρτωσαν. Ακόμα βλέπω τις φωτογραφίες και δεν το πιστεύω…Βοιδάμαξα σε αεροδρόμιο να παίρνει βαλίτσες…
Λίγο παρακάτω, υπήρχε ένα κιόσκι και δίπλα του 6-7 γυναίκες με κιθάρες και λουλούδια στα μαλλιά να τραγουδάνε στους νεοαφιχθέντες. Καθώς άρχισα να βρίσκω και πάλι το χρώμα μου από το σοκ που πέρασα, πήρα ένα τρίκυκλο για το El Nido και άρχισα να ψάχνω για guesthouse. Βρήκα ένα μεγάλο και οικονομικό standard room με μεγάλο κρεβάτι κουνουπιέρα, καρέκλα και ανεμιστήρα. Αυτό που το έκανε μοναδικό όμως ήταν το γεγονός ότι ήταν πάνω στην παραλία, ήμουν στον 1ο (και τελευταίο) όροφο, και η θέα από το μπαλκόνι δεν περιγράφεται. Ολόκληρος ο κόλπος του El nido με τα καταπράσινα νερά του. Άφησα τα πράγματά μου και προσπάθησα να οργανώσω τις επόμενες μέρες. Ο κύριος λόγος που είχα έρθει εκεί ήταν το Baquit Archipelago.
Στην N.A Ασία υπάρχουν τρεις θαλάσσιες τοποθεσίες με συμπλέγματα από δεκάδες μικροσκοπικά νησάκια, limestone cliffs και πανέμορφες μοναχικές παραλίες. Το ένα είναι στο Phan-nga της Ταϊλάνδης, το άλλο είναι στο Halong Bay στο Βιετνάμ και το τρίτο και ομορφότερο στο Baquit Archipelago στο Palawan. Είχα επισκεφθεί τα δύο προηγούμενα και όπως περίμενα, το Baquit ήταν το καλύτερο με διαφορά.
Για να επισκευθείς τα νησάκια υπάρχουν 4 διαδρομές. Οι τρεις είναι ολοήμερες και η μία διαρκεί μισή μέρα. Είχαν και ανάλογες ονομασίες: 1, 2, 3, 4. Ρωτώντας, έμαθα ότι οι λιγοστοί τουρίστες μαζεύονται όλοι στο Art Café και προσπαθούν να γίνουν γκρουπ ώστε να μοιραστούν τα κόστος. Πήγα στο Art Café το οποίο έπαιζε Reggae (και είχε απίστευτα live 1-2 φορές την εβδομάδα) και έγραψα τον όνομά μου στον πίνακα που υπήρχε. Ήμουν στη λίστα ‘αναμονής’ και έπρεπε να πηγαίνω συχνά εκεί καθημερινά για να μαθαίνω τα νεότερα. Συνολικά, κατάφερα να βρω γκρουπ για τις δύο μονοήμερες και της μισής μέρας διαδρομές, ενώ την άλλη διαδρομή την έκανα με charter σε ολόκληρο το σκάφος (από έναν πιτσιρικά που γνωριστήκαμε και πήγαμε παρέα).
Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν μοναδικές, ονειρικές, απίστευτες! Το όλο τοπίο θύμιζε πειρατές της Καραιβικής. Πανέμορφα μικροσκοπικά νησιά, τα περισσότερα ακατοίκητα (και προς ενοικίαση), υπέροχος βυθός και πολύ περιπέτεια. Σα νησί ξεχωρίζει το Miniloc (εάν και σχεδόν όλα είναι τρομερά) στο οποίο υπάρχει ένα πανάκριβο resort για φραγκάτους Γιαπωνέζους που έρχονται με charter. Για όσους θέλουν μήνα του μέλιτος και τα σχετικά, θα δυσκολευτούν πολύ να βρουν ρομαντικότερο μέρος. Έπίσης το Miniloc έχει δύο lagoons που πας κολυμπώντας. Εξωτερικά υπάρχει reef barrier, μέσα παράδεισος και πανέμορφες λιμνοθάλλασες με κοράλια και χρωματιστά ψάρια.
Εάν πέσεις σε καλό οδηγό ο οποίος έχει όρεξη, στην περιοχή υπάρχουν πολλές hidden beaches όπως τις λένε. Πρόκειται για απίστευτες παραλίες που είτε υπάρχει πρόσβαση με το σκάφος μονάχα συγκεκριμένες ώρες της ημέρας, είτε είναι περιστοιχισμένες από lime stone cliffs και πρέπει να περάσει μέσα από τρύπες, άλλοτε πάνω από την επιφάνεια της θάλασσα, άλλοτε από κάτω. Απ’ότι θυμάμαι πήγα σε τουλάχιστον πέντε, όπου δεν μπορούσα να πάρω δυστυχώς φωτογραφίες γιατί δεν είχα αδιάβροχη κάμερα.
Όλη μέρα sorkelling, και τα μεσημέρια οι Φιλιππινέζοι αράζανε σε όποια παραλία μας άρεσε, σκαρφαλώνανε στα δέντρα να κόψουν καρύδες, ψήναμε ψάρια και τρώγαμε το φαγητό που είχαν φέρει μαζί τους και ήταν μέσα στην τιμή. Άλλαξα τόσες παραστάσεις που δυσκολεύομαι να τις θυμηθώ όλες. Αυτό που σίγουρα θυμάμαι ήταν ότι όταν είχα κάνει charter ένα παρακμιακό σκάφος η μηχανή είχε πρόβλημα και δεν έπερνε μπροστά. Είχαμε ένα μεγάλο σκοινί και το τυλίγαμε (όπως στις σβούρες) και μετά τραβούσαμε μαζί για να πάρει μπροστά (αντί για μανιβέλα). Η ημέρα είχε λίγο τρικυμία και θα πηγαίναμε στην ‘έξω’ πλευρά στο Mitinloc Tapiutan (εάν θυμάμαι καλά). Όταν λοιπόν ξεφύγαμε από την προστασία των γειτονικών νησιών μας χτυπούσαν τα κύματα του Ειρηνικού ωκεανού, τα οποία ήταν σε μερικά σημεία περίπου 3 μέτρα ψηλά. Κρατιόμουν σφιχτά μη με πάρει κανα κύμα και ο βαρκάρης μου είπε πως σύντομα θα στρίψουμε και η θάλασσα θα είναι καλύτερη. Εκεί που με πήγαινε, όπως είπε, με περίμενε η μεγαλύτερη έκπληξη απ’όλες όσες είχα δει. Όντως μετά από λίγο και καθώς η τρικυμία συνεχιζόταν μπροστά μας ορθωνόταν ένα φαράγγι όπου σχεδόν στο επίπεδο της θάλασσα υπήρχε μια τρύπα γύρω στο ένα μέτρο περίπου σε διάμετρο. Τα κύματα ήταν γύρω στα δύο μέτρα ψηλά και χτυπούσαν στα βράχια με δύναμη. Ο νέος μου ‘φίλος’ μου είπε ότι θα περνούσαμε από την ‘τρύπα της βελόνας’ κυριολεκτικά. Θα άφηνε τον βοηθό στη βάρκα και θα βουτούσαμε παρέα.
‘Εισαι τρελός? του απάντησα. ‘Θα γίνουμε κομμάτια.
‘ Μη φοβάσαι’ μου απάντησε, ‘τα κύματα έχουν sequence (ρυθμό), 3 μεγάλα και μετά ένα flat. Θα βουτήξουμε, θα περιμένουμε να περάσουν τα τρία μεγάλα, και μετά θα κολυμπήσουμε με όλη μας τη δύναμη και θα περάσουμε μέσα από την τρύπα. Θα τα καταφέρουμε, μη φοβάσαι’.
Βούτηξα λοιπόν, άκουγα τα κύμματα να σκάνε με μανία στο βράχο και αναρωτιόμουν τι ήχο θα κάνω κι εγώ όταν θα τσακιστώ σε λίγο. Όντως λοιπόν, μετά το τρίτο κύμα άρχισα να κολυμπάω όσο πιο γρήγορα μπορούσα, Run for your Life!, κυριολεκτικά. Έφτασα κοντά, γαντζώθηκα και πέρασα από μέσα, μετά από λίγα δευτερόλεπτα ήρθε και ο άλλος.
Το τι αντίκρισα μπροστά μου δεν μπορώ να το περιγράψω. Μια μοναδική hidden beach, ανάμεσα στα φαράγγι από limestone. Απ’έξω ακουγόταν η βροντή των κυμάτων που έσκαγαν, και από μέσα η απόλυτη γαληνή. Εκεί έμαθα ότι το El Nido σημαίνει κάτι σαν χελιδονοφωλιά. Υπάρχει ένα μικροσκοπικό πουλάκι στην περιοχή που φτιάχνει την φωλιά του με το σάλιο του. Οι γνωστές ‘φωλιές’ που τρώνε οι πλούσιοι σε πανάκριβα εστιατόρια, με τη διαφορά ότι οι φωλιές της περιοχής ήταν από τις καλύτερες εάν όχι οι καλύτερες στον κόσμο. Τιμή παραγωγού πάνω από 5000 Ευρώ το κιλό. Γιατί τόσο ακριβές? Επειδή κάθε νησί βγάζει το πολύ 700-800 γραμμάρια το χρόνο. Υπάρχουν άνθρωποι που τις φιλάνε επί 24ώρου βάσεως, και επίσης τα πουλία αυτά κινδυνεύουν να εξαφανιστούν επειδή τους παίρνουν τις φωλιές και δεν έχουν που να αφήσουν τα αυγά τους.
Όλα καλά λοιπόν, αλλά έπρεπε να γυρίσουμε πίσω. Έυκολο να το λες, δύσκολο να το κάνεις. Η τρύπα που είχα περάσει, κάθε μερικά δευτερόλεπτα ξέβραζε νερό με πίεση καθώς δεχόταν το κύμα. Ο οδηγός μου, μου είπε πως θα ακολουθήσουμε την ίδια τακτική αλλά θα περνούσε αυτό πρώτος και θα ακολουθούσα από κοντά. Έτσι κι έγινε, πέρασα την τρύπα (όπου και έσκισα τα πόδια μου, το κατάλαβα όμως αργότερα), και προσπαθούσα να δω προς τα πού πρέπει να κολυμπήσω καθώς το νερό στροβιλιζόταν και δεν έβλεπα καλά. Βγήκα στην επιφάνεια, άρχιζα να κολυμπάω πάλι και τότε ήρθε ένα τεράστιο κύμα το οποίο με σήκωσε και με πήγαινε πίσω προς τα βράχια. Ευτυχώς που είχα καλύψει αρκετά μέτρα προηγουμένως γιατί θα έσκαγα με τη πλάτη στα βράχια. Αμέσως μετά άρχισα να κατευθύνομαι προς το καταφύγιο της βάρκας όπου και ανεβήκαμε παρέα. Ξεσπάσαμε σε φωνές, ανοίξαμε μπύρες και γελάγαμε ασταμάτητα, περήφανοι για το ότι κάναμε.
Στη συνέχεια επισκεφθήκαμε ένα απομονωμένο νησί στο οποίο υπήρχε ένα μοναστήρι. Εκεί υπήρχε μια σουίτα που έμενε ο πάπας της Ρώμης αυτοπροσώπως. Μπήκα στη σουίτα του και είδα με τα μάτια μου να γράφει έξω από την πόρτα του ‘Πάπας κλπ’. Τότε άκουσα την ιστορία (ελπίζω να μην την έχω μπερδέψει) για το νησί. Παλιά υπήρχαν πειρατές οι οποίοι είχαν κρύψει τους θυσαυρούς στο νησάκι αυτό. Τελικά για να μην χαθεί ο κρυμμένος θυσαυρός και για να υπάρχει το ‘άβατον’ χτίστηκε το μοναστήρι. Όπως και να έχει, η περιοχή ήταν μοναδική, ένα από τα πιο γαλήνια μέρη που έχω δει, ήξερε ο Πάπας…
Κάτι που παρέλειψα να πω είναι ότι λόγω του ότι είχε περάσει ο μεγάλος τυφώνας που προανέφερα, καταστράφηκαν πάρα πολλά κοράλια. Με έπιασαν οι οικολογικές μου ανησυχίες και όπου έβρισκα μεγάλα αναποδογυρισμένα κοράλια (θα πέθαιναν έτσι) βουτούσα βαθιά και να επανέφερα στη σωστή τους θέση ώστε να ‘ξαναριζώσουν’. Έκανα αμέτρητα μακροβούτια και πάνω στον ενθουσιασμό μου, ξέχασα για την ευαισθησία που έχω στα αυτιά μου.
Το ίδιο βράδυ λοιπόν, πήγα για φαί στην παραλία. Το τραπέζι ήταν πάνω στο νερό και παράπλευρα δάδες αναμμένες. Ρώτησα τι μου προτείνουν και μου είπαν ότι το πρωί πιάσανε ένα καλό καλαμάρι και θα μου το μαγείρευαν γεμιστό με άλλα θαλασσινά αλλά El Nido. Όντως λοιπόν μέχρι να κατεβάσω 2-3 San Miguel το καλαμάρι κατέφθασε και φαινόταν σαν …έργο τέχνης. Ξεκίνησα να δοκιμάζω και με το που πήγα να μασήσω με διαπέρασε ένα τρομερός πόνος σαν ηλεκτροσόκ. Ναι λοιπόν, είχα φλεγμονές στα αυτιά μου τα οποία είχαν πρηστεί σα μπαλώνια. Μαρτύρησα από τους πόνους όλη νύχτα.
Όταν ξημέρωσε άρχισα να ψάχνω για γιατρό, και έμαθα ότι υπάρχει ένας στο κρατικό κέντρο υγείας το οποίο ήταν πολύ κοντά στο κέντρο. Πήγα εκεί και αντίκρισα μια τεράστια ουρά από ασθενείς που περίμεναν τον γιατρό. Γυναίκες κρατώντας βρέφη στην αγκαλιά, ηλικιωμένοι, παιδιά, ακόμα περισσότερα παιδιά, και ακόμα περισσότερα παιδιά… Έδωσα το όνομά μου σε μια υπάλληλο που κρατούσε ένα βιβλίο και με έβαλε στη λίστα αναμονής. Το κέντρο υγείας ήταν σε ημιπρωτόγονη κατάσταση από άποψη εγκαταστάσεων και εξοπλισμού, αλλά τους χρωστάω ένα μεγάλο ευχαριστώ.
Περίμενα λοιπόν με τις ώρες ανάμεσα σε κλάματα, βλέποντας κάθε ανθρωπάκο στον πόνο του και ξαφνικά έβαλα τα γέλια. Γέλαγα με τον εαυτό μου γιατί ήμουν σα τη μύγα μές στο γάλα, για το πώς βρέθηκα εκεί, και το πώς όλοι μαζί συμπάσχαμε και περιμέναμε να μας δει ο ίδιος γιατρός. Ύστερα από ατέλειωτη αναμονή, ήρθε επιτέλους η σειρά μου. Ο γιατρός φαινόταν πολύ σπουδαγμένος άνθρωπος, ευγενέστατος, εξυπηρετικός και άψογος επαγγελματίας. Πιάσαμε σύντομα την κουβέντα και μου είπε πως δουλεύει ατέλειωτες υπερωρίες δωρεάν με ότι μέσα διαθέτει για να βοηθήσει τους φτωχούς ανθρώπους. Αυτός μάλιστα, όντως είχε δώσει τον όρκο του Ιπποκράτη και με το παραπάνω. Όταν του ρώτησα τι κοστίζει η επίσκεψη, μου είπε ότι είναι δωρεάν όπως σε όλους, βέβαια υπήρχε και ένα κουτί για δωρεές το οποίο φυσικά επισκέφθηκα. Μου έγραψε αντιβιοτικά, σταγόνες κλπ τα οποία αγόρασα από το φαρμακείο εκεί κοντά. Οι τιμές πλησίαζαν τις Ευρωπαικές και σκεφτόμουν πόσο αδύνατο θα ήταν για τους περισσότερους κατοίκους εκεί να αγοράσουν φάρμακα. Θέλουν ένα μηνιάτικο για ένα κουτί αντιβίωση…
Μετά από 2 μέρες άρχισα να αισθάνομαι καλύτερα και έτσι πήρα το Jeepney για το αγαπημένο μου Port Burton το οποίο επισκέφθηκα για δεύτερη φορά. Bungalow στη θάλασσα, ησυχία, υπέροχοι άνθρωποι, φθήνια, καλό φαΐ, φρέσκα θαλασσινά, φοινικόδεντρα, ελάχιστοι τουρίστες.. Ένα ιδανικό μέρος για να ‘ξεκουραστώ’ από τις διακοπές μου. Έμεινα λίγες μέρες και μετά πήρα άλλο Jeepney για το άχαρο Puerto Princessa. Από εκεί θα έφευγα για τον επόμενο προωρισμό. Πάλευα μέσα μου να διαλέξω πού. Είχα δει αρκετές παραλίες τελευταία και ερχόταν πάλι η σειρά για κάτι πιο hard core. Θυμήθηκα για μια φυλή που είχα διαβάσει…Να δεις πώς τη λέγανε…Α, ναι! Ifugao! Έφυγα…
Kirkat
Μηνύματα: 4
OS:
Mac OS X 10.6.4
Browser:
Safari 5.0.1
Απ: ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ: Busuanga , Palawan, Banaue
«
Απάντηση #5 στις:
Αυγούστου 23, 2010, 23:45:59 μμ »
Απλά τρομερή η ιστορία σου, συγχαρητηρια, περιμένω με ανυπομονησία τη συνέχεια.
spamangr
Μηνύματα: 48
OS:
Windows XP
Browser:
Firefox 3.5.11
Απ: ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ: Busuanga , Palawan, Banaue
«
Απάντηση #6 στις:
Αυγούστου 28, 2010, 15:58:00 μμ »
Part 4
Πήρα την επόμενη πτήση για Manila, όπου θα είχα με μια σύντομη στάση στην Busuanga. Εκεί, βρήκα μια φίλη του Jerry η οποία μου είπε πως είχε ξετρελαθεί με τους ηλιόσπορους που του είχα δώσει. Δεν είχε ξαναδεί τόσο μεγάλους και τους έδειξε σε όλο την Corron. Επιχείρησε να φυτέψει μερικούς, αν και ήξερε πως είναι ψημένοι. Την παρακάλεσα να του δώσει τα χαιρετίσματά μου. Σύντομα απογειωθήκαμε πάλι και προσπάθησα από το παράθυρο να θαυμάσω τα πανέμορφα νησάκι που προσπερνούσαμε, πριν φτάσω στην κόλαση της Μανίλας (για κάποιο λόγο, εάν και αντιπαθώ τις περισσότερες πόλεις, αυτή την αντιπαθώ ακόμα περισσότερο).
Έφτασα στη Μανίλα σχετικά νωρίς το πρωί και μη θέλοντας να μείνω ούτε λεπτό παραπάνω, πήγα στο σταθμό των λεωφορείων και πήρα το λεωφορείο για βόρεια, στο Baguio. Ύστερα από πολύωρη διαδρομή, όταν φτάσαμε εκεί με περίμενε άλλη κόλαση από μηχανάκια, αυτοκίνητα, φορτηγά και καυσαέριο. Πήρα ένα ταξί με το που έφτασα και του ζήτησα να με πάει στο σταθμό για Banaue. Ο ταξιτζής ήθελε να πιάσει κουβέντα και με ρώτησε από πού έρχομαι. Του απάντησα ότι έρχομαι από Palawan και σταυροκοπιόταν. ‘Πρέπει να είναι πολύ όμορφα εκεί’ μου είπε, καθώς πέρασε ένα φορτηγό και φάγαμε όλο τη μαυρίλα στη μούρη. Δεν του απάντησα για να μη του χαλάσω τη μέρα, εκεί γεννήθηκε ο άνθρωπος, εκεί δουλεύει, τι να του πω τώρα: για παραλίες και φύση που δεν θα δει ποτέ?
Ευτυχώς εκείνη τη μέρα ήμουν τυχερός στις ανταποκρίσεις, πέρα από τις πολύωρες διαδρομές δεν είχα καθυστερήσεις και κατά τις 8 το απόγευμα έφτασα στο Banaue και έψαξα για guesthouse. Βρήκα μέρος να μείνω και έκανα ένα σύντομο περίπατο αναπνέοντας ‘βουνίσιο αέρα’. Το πρωί έκανα μια βόλτα στο κέντρο και αγόρασα προμήθειες. Οι δρόμοι ήταν στα περισσότερα σημεία κατακόκκινοι καθώς οι ντόπιοι ήταν εθισμένοι στο μάσημα ‘Bethel nuts’ τα οποία είναι ένα είδος ναρκωτικού. Μαζί με τους καρπούς χρησιμοποιούν φύλλα, κάποια σκόνη από ένα ζωύφιο, τα ανακατεύουν και αρχίσουν το μάσημα. Το ναρκωτικό τους δημιουργεί σιελόρροια και συνεχώς φτύνουν ένα κόκκινο υγρό στο δρόμο το οποίο βάφει. Μετά από χρόνια χρήσης, τα χείλια τους πρήζονται, τα δόντια τους σαπίζουν, τα ούλα τους είναι μαύρα και γενικώς όταν χαμογελάνε ‘τρέχεις να κρυφτείς’.
Ξεκίνησα έναν όμορφο περίπατο ο οποίος κράτησε μέχρι το απόγευμα. Πέρασα τη μεγάλη ‘κρεμαστή’ γέφυρα από σκοινιά που διασχίσει το φαράγγι λίγο έξω από το κέντρο, και περπάτησα ανάμεσα σε χωριά προσπαθώντας να αποφεύγω τα σκυλιά που συναντούσα κάθε λίγο και λιγάκι. Οι άνθρωποι ήταν απορροφημένοι στις καθημερινές τους ασχολίες: ξύλινα γλυπτά, νοικοκυριό, χωράφια με ρύζι, ύπνος, και ακόμα περισσότερος ύπνος. Μίλησα με μερικούς και η όλη μέρα μέσα στο δάσος ήταν πολύ όμορφη. Όταν επέστρεψα άρχισα να οργανώνω την επόμενη ημέρα όπου ήταν και ο κύριος λόγος που ήρθα στο Banaue. Ο σκοπός ήταν να πάω στην Batad, ένα χωριό αποκομμένο από τον έξω κόσμο και το οποίο θεωρείται το ομορφότερο χωριό ανάμεσα σε ορυζώνες στον πλανήτη. Λέγεται ότι οι ορυζώνες και τα ‘κομμένα’ βουνά με τις αναβαθμίδες (δεν ξέρω πώς αλλιώς να το περιγράψω) στην περιοχή, έχουν μήκος όσο η περίμετρος της Γης.
Την επομένη λοιπόν τα χαράματα, συναντήθηκα με τον Pedro, έναν εικοσάρη ντόπιο με μαυρισμένα δόντια και πρησμένα κόκκινα χείλη σα να είχε βάλει κραγιόν. Θα με έπαιρνε με το μηχανάκι του σε μια διαδρομή περίπου 2-3 ώρες μέσα στο δάσος και θα με άφηνε εκεί. Πηγαίναμε σχετικά σιγά καθώς ο χωματόδρομος ήταν σε κακή κατάσταση, με κοφτερές πέτρες, γούβες, και λάσπη. Θα προτιμούσα να οδηγούσα εγώ, όχι βέβαια ότι ο Pedro δεν ήταν καλός οδηγός, αλλά γιατί πάντα φοβάμαι όταν κάθομαι πίσω. Όπως και να είχε, κάποια στιγμή φτάσαμε, μέτρησα τους σπονδύλους μου και ευτυχώς δεν φαινόταν να λείπει κανείς.. Ήμασταν αρκετά ψηλά στο βουνό και όσο πιο κοντά μπορούσε να πάει όχημα στην Batad. Από εδώ και πέρα…με το πόδι. O Pedro θα με άφηνε εκεί και θα ερχόταν την επομένη στις τρεις το απόγευμα να με πάρει. Το ένα τρίτο από τα χρήματα που είχαμε συμφωνήσει του τα είχα δώσει μπροστά για να βάλει βενζίνη και τα υπόλοιπα θα τα έπαιρνε εφόσον επέστρεφα πίσω στο Banaue. Άρχισε λοιπόν να μου δίνει οδηγίες για το τι θα συναντούσα μπροστά και που θα έπρεπε να στρίψω. Μου έδειχνε τις κορυφογραμμές και από ποιες κορφές ανάμεσα έπρεπε να περάσω. Θα χρειαζόταν να σκαρφαλώσω το βουνό, να ξανακατέβω και να ξανασκαρφαλώσω το επόμενο. Χαιρετηθήκαμε, τον παρακάλεσα να μη με ξεχάσει την επομένη μέσα στα κατσάβραχα, έβαλε μπροστά και έφυγε.
Μπροστά μου είχα μια πολύωρη και μοναχική πεζοπορία σε ένα στενό μονοπάτι που σε πολλά σημεία του δεν χωρούσε δεύτερος στο πλάτος. Αφέθηκα στους ήχους του δάσους και η ώρα περνούσε πολύ γρήγορα. Μετρούσα τις αποστάσεις όχι βάση χιλιομέτρων ή χρόνου, αλλά με τα σύντομα διαλείμματα που έκανα για να ξελαχανιάσω. Σε κάποια στιγμή άκουσα θόρυβο, και σύντομα αντίκρυσα μπροστά μου μια ομάδα από καμιά δεκαριά ντόπιους ο ένας πίσω από τον άλλον να έρχονται, έκανα στην άκρη να περάσουν καθώς οι γυναίκες είχαν παιδιά, και τους ρώτησα εάν πήγαινα σωστά για τη Batad ή είχα πάρει λάθος μονοπάτι. Όλα πήγαιναν καλά, σε περίπου μια ώρα θα έφτανα στο χωριό.
Βρισκόμουν ψηλά στο βουνό, και υπήρχε πλάι μου μια μεγάλη χαράδρα. Τα βουνά ήταν όλα κομμένα σε αναβαθμίδες και υπήρχαν φυτείες ριζιού. Οι οριζόνες στην περιοχή, εάν θυμάμαι καλά, είχαν ηλικία 2000 ετών. Γενιές ολόκληρες από Ifugao είχαν κόψει σε φέτες όλα τα βουνά της περιοχής και το όλο εγχείρημα ήταν πραγματικά τιτάνιο. Όπου και αν κοιτούσα υπήρχαν ‘ριγωτοί’ λόφοι και βουνά. Ακόμα και με τα σύγχρονα μέσα, μπουλτνόζες κλπ, το όλο έργο θα ήθελε πολλά χρόνια, πόσο μάλλον με τα πρωτόγονα μέσα με τα οποία διαμορφώθηκε.
Ήμουν απορροφημένος στις σκέψεις μου, και ούτε καν πήρα χαμπάρι ότι τελικά έφτασα στο χωριό. Η τοποθεσία ήταν ονειρική. Υπήρχε μια κοιλάδα ανάμεσα στους ριγωτούς λόγους στην οποία απλωνόταν το χωριό, ανάμεσα σε ορυζώνες. Το να το περπατήσεις βέβαια ήταν μια περιπέτεια από μόνο του καθώς έπρεπε να περάσεις από χωράφια, να πηδήξεις ανάμεσα σε αυλάκια με νερό, να μη ρίξεις κανέναν τοίχο από πλίθες και να σκαρφαλώνεις πάνω κάτω. Έφτασα στο guesthouse που θα έμενα το βράδυ, γνωρίστηκα με την ιδιοκτήτρια και έκατσα να φάω βλέποντας την απερίγραπτη θέα από το μπαλκόνι.
Υπήρχαν ακόμα μερικές ώρες μέχρι να βραδιάσει και έπρεπε να τις εκμεταλλευτώ. Κάπου κοντά υπήρχε ένας πανέμορφος καταρράκτης που σχημάτιζε μια λίμνη και εκεί επ’ευκαιρία θα πλενόμουν από τη σκόνη της ημέρας. Το πώς θα πήγαινα εκεί όμως αποτελούσε ένα λαβύρινθο, χρειαζόμουν οδηγό. Κοντά στο guesthouse υπήρχε μια ομάδα από νεαρούς οι οποίοι έλεγαν ότι είναι official guides και ότι ήταν οι μοναδικοί που ήταν authorized για να με πάνε βόλτα. Η τιμή που ζήτησαν για λίγες ώρες περιπάτου ήταν εξωφρενική, πιθανών όσο ένα…μηνιάτικο για τους κατοίκους της περιοχής. Αισθανόμουν ότι με έπιαναν κορόιδο και τους είπα ότι θα το σκεφτώ.
Παρακάτω λοιπόν, συνάντησα έναν μεσόκοπο, σχεδόν ηλικιωμένο Ifugao. Τον ρώτησα εάν ήθελε να βάλει 200 πέσος σε λίγες μόνο ώρες. Τα μάτια του έλαμψαν και μαζί ξεκινήσαμε για τον καταρράκτη. Μετά από 45 λεπτά περίπου, όταν ήμασταν στην άλλη άκρη του χωριού (εάν πήγαινα μόνος μου, θα με έπιανε νύχτα μέχρι να βγάλω άκρη από πού να περάσω) υπήρχε σε ένα ύψωμα με τρομερή θέα. Πήρα πολλές φωτογραφίες, και σύντομα μαζεύτηκαν γύρω μου παιδιά. Ένα από αυτά, αγοράκι γύρω στα 4-5 χρονών, κρατούσε ένα τσίγκινο πιάτο με ρύζι. Έψαξα στην τσάντα μου και βρήκα μια σοκολάτα. Έκοψα τη μισή και του την έδωσα. Διστακτικά άπλωσε το χέρι του και την πήρε, δείχνοντας ότι δεν είχε ιδέα για το τι κρατάει. Πήρα την άλλη μισή και δάγκωσα ένα μικρό κομμάτι για να του δείξω ότι τρώγεται. Ο πιτσιρικάς τότε έκοψε τη σοκολάτα σε κομμάτια, την ανακάτεψε μέσα στο ρύζι, και άρχισε να τρώει ενθουσιασμένος.
Σε λιγότερο από μία ώρα από την στάση αυτή, είχαμε φτάσει στον καταρράχτη. Γδύθηκα, άφησα τα πράγματά μου στις πέτρες και βούτηξα στα παγωμένα νερά. Σκεφτόμουν για την απλή, ήρεμη και χαρούμενοι ζωή των Ifugao. Ήταν αυτόνομοι, χωρίς να επηρεάζονται από χρηματαγορές, ισοτιμίες, τράπεζες, μεσάζοντες, διαφημίσεις, κλπ όπως εμείς. Έτρωγαν ότι φύτευαν και έσφαζαν, έπιναν νερό από το ποτάμι, κοιμόντουσαν όποτε γούσταραν χωρίς να ζητάνε άδεια από κανένα αφεντικό.
Επέστρεψα στο guesthouse το σούρουπο. Με ρώτησαν εάν τελικά πήγα στον καταρράχτη και τους απάντησα πως ναι. Με την κουβέντα αποδείχτηκε πως είχα ‘προσλάβει’ τον αλκοολικό του χωριού και πώς σίγουρα το πρωί θα τον έβρισκαν σε κόμμα. Πιέσ’τα στην υγειά μας φίλε! Κατά τις 8 το βράδυ την έπεσα για ύπνο απολαμβάνοντας την ησυχία και την μουσική από τους γρύλλους.
Την επομένη το menu είχε εγερτήριο τα χαράματα, περισσότερο trekking και τελικά επιστροφή. Πιστός στο ραντεβού του ο Pedro με περίμενε, βάζοντας τέλος στην ανησυχία μου. Επιστρέψαμε στο Banaue, ήπιαμε San Miguel και πήγα για φαί σε ένα υπέροχο εστιατόριο με θέα τη γέφυρα, τους ορυζώνες, και το χωριό. Έμεινα στο Banaue μερικές μέρες και στη συνέχεια ξεκίνησα για την Sagada, ένα ακόμα ξεχασμένο μέρος πάνω στα βουνά. H διαδρομή με το λεοφωρείο ήταν πολύωρη αλλά ο τελικός προορισμός ανταμοιφτικός. Ένα παραδοσιακό χωριό/κομμώπολη, σε απελπιστικά αργούς ρυθμούς με ελάχιστα πράγματα να κάνεις. Ότι κι αν έκανα έπρεπε να γίνει αργά για να περάσει η ώρα. Να μασάω αργά, να πίνω αργά, να περπατάω αργά, να ξύνομαι αργά, αλλιώς η μέρα δεν πέρναγε με τίποτα.
Μια από τις μεγάλες attraction ήταν οι σπηλιές. Βρήκα άλλους 2 τουρίστες, και οι τρεις μαζί πληρώσαμε έναν οδηγό. Είχε μαζί του μια λάμπα πετρελαίου, και μας προειδοποίησε για αρκετή κακουχία και περιπέτεια. Στην είσοδο της σπηλιάς και για όσο μέσα υπήρχε φως, η οροφή ήταν γεμάτη νυχτερίδες οι οποίες κάνουν έναν χαρακτηριστικό θόρυβο (και έχουν συγκεκριμένη οσμή καθώς όλο το έδαφος είναι γεμάτο με τα περιττώματά τους). Το μεγάλο γλέντι όμως ξεκίναγε παρακάτω. Το σπήλαιο είχε πολλά χιλιόμετρα μήκος, ήταν ένας λαβύρινθος και υπήρχε ένα δαιδαλώδες δίκτυο από μονοπάτια, τρύπες, ρυάκια, το υπόγειο ποτάμι, αρχαίους τάφους και μέρη όπου κατεβαίναμε με σκοινιά. Το σκοτάδι ήταν απόλυτο, η ησυχία σε ανατρίχιαζε, και το έδαφος γλιστρούσε πολύ. Οδηγός ήταν μπροστά κρατώντας τη λάμπα, και μας έδειχνε που να κρατιόμαστε, πού να πηδήξουμε, που να γλιστρήσουμε και μέσα από ποια μικροσκοπική τρύπα θα έπρεπε να περάσουμε χωρίς να σφηνώσουμε. Αλλού με τα πόδια μπροστά, αλλού με το κεφάλι, αλλού στο πλάι, περνούσαμε κάνοντας ακροβατικά και προσευχόμενοι μη σπάσουμε τίποτα γιατί τότε την ‘κάτσαμε’ κυριολεκτικά.
Και οι τρεις μας βρισκόμασταν στο έλεος του οδηγού και της λάμπας του. Κατεβαίναμε πάνω από 2 ώρες, είχαμε χάσει κάθε αίσθηση προσανατολισμού, και όταν η λάμπα τρεμόπαιζε δεν βλέπαμε ούτε τη μύτη μας. Ο οδηγός μας είπε ότι υπάρχουν τόσες πολλές διακλαδώσεις που ούτε κι αυτός τις γνωρίζει όλες. Σύντομα όμως θα βρισκόμασταν στο αγαπημένο του μέρος. Ένα σημείο όπου το υπόγειο ποτάμι σχηματίζει μια λίμνη και όλοι μαζί θα κολυμπούσαμε. Έτσι ήταν πραγματικά, και όλοι πήραμε φόρα και βουτήξαμε στο σκοτάδι. Το νερό ήταν κρύο και δεν μπορούσαμε να δούμε σχεδόν τίποτα πέρα από τη λάμπα πετρελαίου που ήταν κρεμασμένη σε κάποιο σταλαγμίτη. Ευτυχώς δεν υπήρχαν τίποτα περίεργα ψάρια, φίδια κλπ, οπότε από αυτή την πλευρά δεν φοβόμασταν, τουλάχιστον προσπαθούσαμε να μη φοβόμαστε.
Αφού περάσαμε αρκετή ώρα στη λίμνη, όταν ξεκινήσαμε την επιστροφή ‘τρακάραμε’ σε ένα γκρουπ Γιαπωνέζων σπηλαιολόγων και τον ντόπιο οδηγό που τους ξεναγούσε. Ο ρυθμός που περνούσε ο χρόνος στα ‘τάρταρα’ που βρισκόμασταν ήταν απελπιστικά αργός και είχα την εντύπωση πως σύντομα θα ξεχνούσα πώς μοιάζει ο πάνω κόσμος. Όταν επιτέλους φτάσαμε στην επιφάνεια, ύστερα από αρκετές ώρες στο σκοτάδι, δεν σταματούσα να ρουφάω ‘αέρα και φως’.
Οι υπόλοιπες ημέρες ήταν πολύ αργές, με τα μεγαλύτερα γεγονότα τον καφέ που έπινα σε ένα υπέροχο μπαλκόνι πάνω από μια χαράδρα (φρέσκος από ντόπιες φυτείες) και το βραδινό φαγητό. Τότε το κινητό χτύπησε, ήταν το έτερό μου ήμισυ που με περίμενε πίσω στην Ταϊλάνδη. Έλλειπα δυόμισι μήνες μακριά και ανησυχούσε. Μήπως το είχα παρακάνει? Άρχισα να σκέφτομαι τις παραλίες του Ko Chang, όχι πολύ μακριά από το σπίτι μας, το Phad Thai και το Thai Massage. Χμμμ, καιρός να γυρίσω πίσω στον ‘πολιτισμό’. Όχι για πολύ όμως….
The End
«
Τελευταία τροποποίηση: Αυγούστου 28, 2010, 16:08:20 μμ από spamangr
»
Εκτύπωση
Αναζήτηση
Σελίδες: [
1
]
Πάνω
« προηγούμενο
επόμενο »
thai.gr
»
ΓΕΙΤΟΝΙΚΕΣ ΧΩΡΕΣ
»
ΦΙΛΙΠΠΙΝΕΣ
(Συντονιστές:
Jello Biafra
,
karabε
) »
ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ: Busuanga , Palawan, Banaue
Τα cookies μας βοηθούν να σας παρέχουμε καλύτερη εμπειρία περιήγησης. Εφόσον χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα μας, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies από εμάς.
OK
Μάθετε περισσότερα